σμαράγδινος

σμαράγδινος
4664 σμαράγδινος
{прил., 1}
смарагдовый или изумрудный (Откр. 4:3).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σμαράγδινος" в других словарях:

  • σμαράγδινος — of smaragdus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδινος — η, ο / σμαράγδινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. κατασκευασμένος από σμάραγδο ή πεποικιλμένος με σμαράγδια 2. αυτός που έχει το βαθυπράσινο χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σμαραγδίνων — σμαράγδινος of smaragdus fem gen pl σμαράγδινος of smaragdus masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδινον — σμαράγδινος of smaragdus masc acc sg σμαράγδινος of smaragdus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγδίνην — σμαράγδινος of smaragdus fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγδίνης — σμαράγδινος of smaragdus fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγδίνοις — σμαράγδινος of smaragdus masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγδίνους — σμαράγδινος of smaragdus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγδίνῳ — σμαράγδινος of smaragdus masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδινοι — σμαράγδινος of smaragdus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγδίνας — σμαραγδίνᾱς , σμαράγδινος of smaragdus fem acc pl σμαραγδίνᾱς , σμαράγδινος of smaragdus fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»